Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

ΜΕΧΡΙ ΔΑΚΡΥΩΝ

Όταν μετακινούμαι με το τρένο στις γειτονιές κοντά σου,
παρακολουθώ με το ένα μάτι κάθε απόχρωση από τη λησμονιά και
την εγκατάλειψη,
που απεικονίζεται στα ζωγραφισμένα τσιμέντα.
Νίκαια, Πειραιάς, Κερατσίνι και Κορυδαλλός,
εισπνέουν τη δυσοσμία του λιμανιού και εκπνέουν ελπίδα και ανθρωπιά.

Με το άλλο μάτι σκαλίζω τους φόβους μου.
Τους άφησα στη τσέπη μου σήμερα.
Τους φύτεψα στον κήπο.
Τους έκανες να σωπάσουν με το κορδόνι στο στόμα σου και τα γλυκόλογα σου.

Έρχομαι από τη δουλειά, όπως κι εσύ.
Τα λεωφορεία στο λιμάνι είναι ένα σακί με πατάτες.
Ιδρωμένος και ανακουφισμένος με την ανάμνηση των διακοπών πλησιάζω στον προορισμό μου.

Αιωρούνται εικονίδια στις θέσεις που καθόμαστε.
Έχουν πάρει τις θέσεις μας.
Ηλεκτρονικά εισιτήρια και επικοινωνία, ηλεκτρική καταιγίδα στα μάτια σου.
Τη μεγενθύνω στην οθόνη του κινητού μου μέχρι να τη δω από κοντά και
να βρεθώ στο κέντρο του ήλιου.
Στο κέντρο του σύμπαντος.

Να ανασάνουμε θέλουμε.
Αδιάφορα όλα τα άλλα όταν συναντιόμαστε.
Θα φάμε στη κουζίνα και θα πλύνουμε τα πιάτα αμέσως.
Δε χάνουμε άλλο χρόνο.
Θα πάμε στον καναπέ και θα αγκαλιαστούμε.
Θα μιλάμε με τις ώρες για το μέλλον.

Θα έρθω με το χαμόγελο μιας μελλοντικής ουτοπίας.
Οι δυο μας χαρούμενοι στην εξοχή, στις διακοπές μας σε ένα νησί.

Σου κάνω χάδια συνεχώς όταν κοιμάσαι στην πλάτη σου και γυρνάς προς εμένα
με ένα απερίγραπτο χαμόγελο.
Αγάπη μου, ο κόσμος μου ολόκληρος αναποδογύρισε χάρη σε εσένα.
Πάνω στην αμμουδιά το καλοκαίρι σε τύλιξαν τα καλοκαιρινά φίλτρα του φακού μου.
Έλα να πιούμε άλλο ένα χαλασμένο κρασί και να γελάσουμε μέχρι δακρύων.
Χθες βράδυ συνειδητοποίησα πως με έσωσες.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ

Τα λαχταριστά νεανικά στήθη της Πενέλοπε Κρουζ,
έχουν αμολύσει τους χαρταετούς στη γειτονιά σου.
Έχουν κάνει γκρίζο το ουράνιο τόξο.

Ο κινηματογραφικός οργασμός της,
είναι τα κεράκια που δεν έσβησα στην τούρτα γενεθλίων μου.
Το τσιγάρο μετά το γλυφομούνι που σου έκανα.

Το λασπωμένο καυλί μου βρίσκεται κάπου στην ερημιά,
παίζοντας με τα όπλα.

Ανεμελιά,
ανοίγοντας δρόμους που πλημμύρισαν
με μία σκούπα στο χέρι και ένα αδιάβροχο σε δάση,
εκεί που υπάρχουν μόνο πέτρες.

Μονόπετρα δηλαδή για εσένα.
Τριαντάφυλλα για εμένα.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

ΣΤΟΝ ΟΧΕΤΟ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΣΟΥ

Για κάποιον σαν κι εμένα, η φασαρία,
τα φώτα και τα πυροτεχνήματα είναι σουίτα πολυτελείας.
Για κάποιον σαν κι εμένα,
η νικοτίνη στα πνευμόνια,
τα κιτρινισμένα δόντια και δάχτυλα,
ο πάγος που έγινε νερό στο ποτήρι και
το δάσος που πήρε φωτιά το καλοκαίρι
είναι οι καλύτεροι μου φίλοι.
Μπορεί να έχουμε κοινούς φίλους.
Ίσως συχνάζουμε στα ίδια μέρη.
Ίσως πηδήξαμε τις ίδιες γκόμενες.
Από όσο μπορώ να γνωρίζω ενδέχεται να είμαστε και μακρινά ξαδέρφια,
με τόσα καυλιά που έχουν πέσει σε αυτή την πόλη.

Ίσως να είμαστε τα παιδιά του σωλήνα.
Του σωλήνα που οδηγεί στην αποχέτευση του σπιτιού σου.
Στον οχετό της γειτονιάς σου.
Παραμονεύουμε σαν τα γατιά στα σκουπίδια για το επόμενο γεύμα μας,
που πρώτα πέρασε από τα λαίμαργα σας χείλη.

Κάτω από τον απέραντο και έναστρο ουρανό,
τίποτε δεν έχει σημασία.
Σημασία έχει πως είμαι κλεισμένος σε μία ντουλάπα
περιμένοντας τους δαίμονες να φύγουν.
Αυτή η αναμονή με λούζει σαν χαλασμένο σαπούνι στα παπάρια μου.
Σαν να έπιασαν μύκητες από την απλυσιά και
τον ιδρώτα τα μπούτια μας το καλοκαίρι.
Βάζουμε κρεμούλα, πούδρα, πλενόμαστε αλλά
γρήγορα φοράμε τα εσώρουχα μας.
Δεν νιώθουμε ασφάλεια στον αέρα.
Δε νιώθουμε ασφάλεια ψηλά στο βουνό.
Δε νιώθουμε αγάπη όταν βουτάμε στο κενό.

Η τυρρανία που απλώνεται στα δάχτυλα των ποδιών σου
όταν περπατάς στα βράχια,
συναντά τα αγκάθια των αχινών για μια καλησπέρα και
ένα παιδικό φλιρτ πάνω στο κύμα.
Το βράζεις το νερό για να καθαρίσεις την πληγή αλλά
μέσα σου τα εγκαύματα στο κεφάλι είναι περισσότερα από τα καρκινικά σου κύτταρα.

Φαντάσου να ήσουν μισός άνθρωπος.
Να είχες μισές τις αισθήσεις σου.
Κομμένες στα δύο.
Να είχες ένα μάτι για να βλέπεις.
Να είχες ένα χέρι για να αγγίζεις.
Να είχες ένα αυτί για να ακούς.
Φαντάζομαι πως αντιλαμβάνεσαι τον παιδικό συλλογισμό μου.
Φαντάσου τη γλώσσα σου κομμένη στα δύο να προσπαθεί
άκομψα να ακουμπήσει το άλλο της μισό.
Θα ήταν άραγε περισσότερο το ανεκπλήρωτο από αυτό που νιώθουμε τώρα,
όντας ολόκληροι και νοσηροί;